- κελλίων
- κελλίων· ἡ τῶν ὅλων φύσις, Hsch. [full] κελλόν· στρεβλόν, πλάγιον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελλίων — κελλίον garret neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CELLA et CELLULA — apud sequioris aevi Latinos, pro Monachorum domicilio, atque adeo pro ipso Monasterio, usurpari coepêre. Unde cellae vocem apud Gregorium M. in Dial. saepius hôc sensu occurrentem, μοναςτήριον Zacharias reddit. Nempe primitus monachi divisis in… … Hofmann J. Lexicon universale
μονίδια — μονίδια, τὰ (Μ) [μονή] συγκρότημα κελλιών μοναχών, μοναστήρι … Dictionary of Greek
Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) … Dictionary of Greek